καμπανέλι

καμπανέλι
το (Μ καμπανέλλι και καμπανέλι)
μικρή καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνίσκος
νεοελλ.
ναυτ. καθένας από τους μικρούς κιονίσκους τού καταστρώματος, στους οποίους δένονται οι πόδες τών ιστίων, ποδοδέτης, κν. μπαμπαδέλι
μσν.
καμπαναριό, κωδωνοστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + υποκορ. κατάλ. -έλι, πρβλ. μωρ-ουδ-έλι, παιδ-αρ-έλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμπανάκι — το (υποκορ. τού καμπάνα) 1. μικρή καμπάνα, καμπανέλι 2. βοτ. δημώδης ονομασία τού φυτού που σε παλαιότερες ταξινομήσεις ήταν γνωστό ως ιπομοία η ωραιοφυής …   Dictionary of Greek

  • КАМПАН — [церковнослав. ], название колокола в слав. богослужебных книгах. Происходит от средневек. лат. названия этого инструмента campana или campanum. В античный период этим словом называлась любая бронзовая утварь, производившаяся в италийской обл.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”