- καμπανέλι
- το (Μ καμπανέλλι και καμπανέλι)μικρή καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνίσκοςνεοελλ.ναυτ. καθένας από τους μικρούς κιονίσκους τού καταστρώματος, στους οποίους δένονται οι πόδες τών ιστίων, ποδοδέτης, κν. μπαμπαδέλιμσν.καμπαναριό, κωδωνοστάσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + υποκορ. κατάλ. -έλι, πρβλ. μωρ-ουδ-έλι, παιδ-αρ-έλι].
Dictionary of Greek. 2013.